- μουρντάρεμα
- τό1) неблаговидный, неприличный, аморальный поступок; 2) совращение, развращение; 3) распутство, разврат; 4) плутовство; мошенничество; воровство; растрата
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουρντάρεμα — και μουρδάρεμα το [μουρνταρεύω] 1. βρόμισμα, λέρωμα 2. εκτροπή, παρεκτροπή 3. επίψογη πράξη, ιδίως υπεξαίρεση χρημάτων ή επιδίωξη αθέμιτου κέρδους με δόλο, κατεργαριά … Dictionary of Greek
μουρντάρεμα — το ατος,ακολασία, ηθική παρεκτροπή, η ροπή σε ασέλγεια: Στον άντρα της αρέσουν τα μουρνταρέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουρδάρεμα — το βλ. μουρντάρεμα … Dictionary of Greek